εὔλεκτρος

εὔλεκτρος
εὔλεκτρος
bringing wedded happiness
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύλεκτρος — εὔλεκτρος, ον (Α) 1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία 2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • εὐλέκτρου — εὔλεκτρος bringing wedded happiness masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλεχής — εὐλεχής, ές (Α) εύλεκτρος* («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ραβδονομώ — έω, Α [ῥαβδονόμος] είμαι ραβδονόμος*, κρατώ ράβδο ως σημείο τής εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῡσα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”